Μια κρύα μέρα, από τις τελευταίες του Φλεβάρη, πέρασες την ακύμαντη Αχερουσία για τον κόσμο της απόλυτης σιωπής. Νιώθω την παγωνιά της απουσίας σου, αλλά με παρηγορεί ότι θα σε φέρουν κοντά μου οι άνοιξες με τους κελαϊδισμούς των πουλιών που αγαπούσες και τα καλοκαίρια με τις μυρωδιές της λεβάντας και των γιασεμιών, στον πατρικό μας κήπο. Και ο μαϊστρος στις ακρογιαλιές τις εύανδρης πατρίδας μας, της Κεφαλονιάς. Και όταν θα έρχονται το μελαγχολικό φθινόπωρο και ο σκυθρωπός χειμώνας θα σε στήνουν εμπρός μου και θα αντικρίζω στο βλέμμα σου εκείνο το τεράστιο και αναπάντητο «γιατί;». Και θα θυμάμαι στο Χαλάνδρι εκείνον τον παγωμένο Δεκέμβρη του 1944, όταν ο πατέρας μας, αντισυνταγματάρχης τότε, προστάτευε στο κέντρο της Αθήνας, τη νόμιμη, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, κυβέρνηση της χώρας. Ενώ η Μάνα μας, αθώο θύμα των παθών εκείνου του καιρού, σύρθηκε όμηρος σε μια τραγική και ακατανόητη πορεία σε χιονισμένα βουνά…
Ο οριστικός αποχωρισμός μας, αδελφέ μου, ζωντάνεψε πάλι τις μνήμες των γεγονότων εκείνων, που 68 χρόνια τώρα προσπαθώ μάταια να λησμονήσω. Και αναθυμάμαι τις στιγμές της «ορφάνιας» μας και ακούω το κλάμα σου και τον αχό της παιδικής περπατησιάς σου, που συρόσουν πίσω μου, πίσω από τον μεγάλο αδελφό σου των… δέκα χρόνων! Και βλέπω τον σκύλο μας τον Φλοξ, που τον πυροβόλησαν δεμένο τα φαντάσματα του μακρινού και πέτρινου εκείνου παρελθόντος.
Θέλω να σε διαβεβαιώσω, Κώστα, ότι όσο ζω, πιστός καντηλανάφτης, θα ανάβω ένα κερί για σένα, για τις ιερές Σκιές των γονέων μας και για εκείνη την προσφυγική οικογένεια από τα ελληνικά παράλια της Ιωνίας, που μας περιμάζεψε τότε στη φτωχική της καλύβα…
Και τώρα μια χάρη σού ζητώ: Όταν έρθει η ώρα να πάρω τον αλαργινό δρόμο που δεν γυρίζει πίσω, ελάτε όλοι να συναντηθούμε στη θύρα του επέκεινα. Εσύ, οι γονείς μας, τα πεινασμένα ζώα και τα περιστέρια που ταϊσαμε. Να είστε όλοι εκεί. Να μην σας ξαναχάσω.
Φώτης Νόμπελης
Μάρτης 2012