Ποιος είναι ο κυρίαρχος κοινός νους σήμερα;
Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου
Την ημέρα που επρόκειτο να τον σκοτώσουν,
ο Σαντιάγο Νασάρ σηκώθηκε στις πεντέμισι το πρωί
για να περιμένει το πλοίο που θα ’φερνε τον επίσκοπο…
"Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες"
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου 2012 προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη σε πολλούς αναλυτές, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Αποτέλεσμα ήταν να δοθούν πολλές ερμηνείες που είχαν όλα τα χαρακτηριστικά της δημοσιογραφικής προχειρότητας.
Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε μια ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα είχε εν πολλοίς προδιαγραφεί από τις εξελίξεις που συντελέστηκαν σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας την τελευταία διετία. Ακριβώς όπως ο αναγνώστης του Χρονικού δεν έχει καμία αμφιβολία ότι ο Σαντιάγο Νασάρ, ο ήρωας του Μάρκες, πρόκειται να δολοφονηθεί, αφού ο συγγραφέας το δηλώνει στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου.
Η συντριπτική πλειοψηφία των δημόσιων διανοουμένων που ασχολούνται με την ανάλυση της κρίσης, έχει επικεντρωθεί στις δύο κύριες όψεις της, την οικονομική και την πολιτική.
Αντίθετα, ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί σε δύο άλλες όψεις της κρίσης, ιδιαίτερα σημαντικές, που είναι η κοινωνική και η ανθρωπολογική.
Έχουμε πολλές φορές υποστηρίξει ότι το κυρίαρχο πρόβλημα της χώρας σήμερα, είναι η πλήρης διάλυση του κοινωνικού ιστού, η αποσάθρωση της κοινωνίας, ο κατατεμαχισμός και κατακερματισμός της. Ο ακραίος συντεχνιασμός και ο ατομικισμός είναι η καρκινική μετάλλαξη του κοινωνικού σώματος.
Παράλληλα, μέσα από μηχανισμούς και ιδεολογικές κατασκευές που έχουμε αναλύσει αλλού, η κοινωνική αποσάθρωση εξέθρεψε και εκτράφηκε από την ανθρωπολογική καταστροφή που θα περιγραφεί παρακάτω.
Για να γίνει κατανοητό τι εννοούμε με τον όρο ανθρωπολογική καταστροφή, η έννοια-κλειδί είναι ο «κοινός νους», όπως την εισήγαγαν ο Αντόνιο Γκράμσι, η Ανιές Χέλερ και πολλοί νεότεροι μελετητές.
Ο «κοινός νους» είναι μια αντανάκλαση της πραγματικότητας, αδιαμεσολάβητη, μη αναστοχαστική και μη θεωρητική. Οι ιδέες αυτές φαντάζουν φυσικές, αιώνιες, αναλλοίωτες και αναπόδραστες. Πρόκειται για βιωμένες ιδεολογίες (lived ideologies) που είναι εν πολλοίς οι ίδιες σε όλες τις τάξεις (σε αρχόμενες και άρχουσες). Ο κοινός νους είναι το φολκλόρ της φιλοσοφίας. Ο «κοινός νους» θεωρεί ότι κατέχει τη λυδία λίθο της αλήθειας. Από κοινός νους μετατρέπεται σε κοινό τόπο.
Ποιος είναι ο κυρίαρχος κοινός νους σήμερα;
Είναι η λαϊκιστική πεποίθηση ότι για όλα τα προβλήματα φταίνε οι «από πάνω», το πολιτικό σύστημα και οι τρισκατάρατοι ξένοι. Ποτέ οι «από κάτω».
Πίσω από αυτή την πεποίθηση στοιχίζονται οι πλέον ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις, που διαπερνούν οριζόντια τόσο το πολιτικό σύστημα, όσο και το κοινωνικό σώμα. Αυτός ο κοινός νους ηγεμονεύει σήμερα στη μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας. Έχει «οικειοποιηθεί τη φαντασία τους» όπως τόσο εύστοχα έγραψε πρόσφατα ο Πιέτρο Ινγκράο, μιλώντας για τους συμπολίτες του στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα, τη βίωση μιας εικονικής πραγματικότητας. Παράλληλα, είναι ο τροφοδότης ιδεολογικός μηχανισμός για τα φαινόμενα φασιστικής βίας, ακροδεξιάς και ακροαριστερής, που έγιναν καθημερινότητα στη χώρα μας και για την εμφάνιση του «φαιοκόκκινου μετώπου» που έχω αλλού επισημάνει.
Η βασική παρανόηση
Μέσα σε όλο αυτό το τοπίο που περιγράψαμε, εδώ και δύο χρόνια χτίζεται «από τα κάτω» και συστηματικά η βασική παρανόηση που είναι ο θεμέλιος λίθος της κυρίαρχης τομής στο πολιτικό επίπεδο: μνημόνιο/αντιμνημόνιο.
Η ελληνική κοινωνία και τα άτομα που την απαρτίζουν, κατασκεύασαν ένα φαντασιακό δαίμονα που τον εξορκίζουν για όλα τα δεινά του τόπου: Το κατάπτυστο μνημόνιο/μνημόνια.
Ιδεολογικά, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας, θεωρεί ότι το βασικό πρόβλημα του τόπου μας είναι το «Μνημόνιο». Η λέξη αυτή, που στην αρχική της, ακριβή εννοιολόγηση, σημαίνει μια δανειακή σύμβαση για να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας, έχει αποκτήσει στο μυαλό τής πλειοψηφίας ένα εντελώς διαφορετικό, συμβολικού χαρακτήρα, περιεχόμενο. Συμβολίζει την αιτία των δεινών μας. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση αποκόλλησης σημαίνοντος και σημαινομένου. Αυτή η συμβολική δαιμονοποίηση του Μνημονίου, είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής ανάμεσα στο δεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό.
Η αρχή έγινε πριν από δύο χρόνια, από τον Αντώνη Σαμαρά, που για λόγους ψηφοθηρικούς έστρεψε μια ολόκληρη παράταξη στην παράνοια της αντιμνημονιακής ρητορείας. Ακολούθησε ο Γιώργος Παπανδρέου, που συστηματικά υπονόμευε τις πολιτικές του επιλογές με τον ιδεολογικό του λόγο. Πρωτοστάτησε η σταλινική και η κινηματική αριστερά. Η ακροδεξιά, αφού ταλαντεύτηκε, προσχώρησε και αυτή, για να δει την εκλογική της επιρροή να εξανεμίζεται από την εξτρεμιστική εκδοχή της. Στο χορό μπήκε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης, οι «αγανακτισμένοι», τους οποίους επαίνεσε ο τέως Βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Β΄, και η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης.
Η διαπίστωση ότι η κρίση προϋπήρχε του μνημονίου, η επισήμανση ότι η μήτρα των δεινών της ελληνικής κοινωνίας είναι το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης της χώρας, με την ισχνή παραγωγική βάση, τον απαρχαιωμένο και εν πολλοίς διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό, τη φαυλοκρατία, την κοινωνική αναλγησία των συνδικάτων, την εξαπάτηση του κράτους με 200.000 μαϊμού συνταξιούχους, στην καλύτερη περίπτωση γίνεται ρητορικά δεκτή. Η λογική συνέπεια των διαπιστώσεων αυτών, που είναι η ανάγκη εμείς οι ίδιοι να αλλάξουμε την κοινωνία μας και τους εαυτούς μας, στα πλαίσια μιας άλλης αυτογνωσίας, συνήθως λοιδορείται. Η πηγή του κακού είναι το επάρατο μνημόνιο.
Με τον τρόπο αυτό, βήμα - βήμα και αναπόδραστα στο δημόσιο λόγο και στον «κοινό νου», με την καθοριστική συμβολή των μέσων ενημέρωσης, κυριάρχησε H Ηγεμονία του ανορθολογισμού και του εξτρεμισμού, Ο Μανιχαϊσμός του λαϊκισμού, Ο ζουρλομανδύας των στερεοτύπων, Το σύνδρομο της Ρεβυθούσας, Η «υπερεπαναστατική» ψήφος ως πολιτισμική επιλογή και η μυθολογία περί Εχθρών (Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί… ).
Όλα αυτά συγκρότησαν ένα αδιαπέραστο τείχος, μια ανίκητη πανοπλία που καμία μεταρρυθμιστική πρόταση δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Η τελευταία ελπίδα ήταν η προεκλογική περίοδος, που θεωρητικά θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία στις δυνάμεις της λογικής να αντιστρέψουν το κλίμα και να εξηγήσουν την παρανόηση, δεδομένου ότι το ποσοστό των αναποφασίστων ήταν τεράστιο. Εδώ χάθηκε η μπάλα.
Ο εφιάλτης της προεκλογικής εκστρατείας
Τα δύο φιλοευρωπαϊκά κόμματα έκαναν τη χειρότερη προεκλογική εκστρατεία που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Η Νέα Δημοκρατία και ο Αντώνης Σαμαράς, πέραν του εξωπραγματικού στόχου για αυτοδυναμία, έμοιαζαν σαν να αφηγούνται σκηνές από άλλη ταινία. Αντί να αποδομήσουν την τομή μνημόνιο/αντιμνημόνιο, την αναπαρήγαγαν, θέλοντας να πείσουν ότι είναι καλύτεροι αντιμνημονιακοί από τον Καμμένο, στέλνοντας τους ψηφοφόρους με συστημένη επιστολή. Το ΠΑΣΟΚ εγκλωβίστηκε σε μια διαχειριστική απολογία, με ψήγματα μεταρρυθμιστικών προτάσεων, στέλνοντας το βαθύ ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ και το σκεπτόμενο κομμάτι του στη Δημοκρατική Αριστερά. Οι φιλελεύθερες δυνάμεις ήταν οι μόνες που προσπάθησαν, ματαίως, να εξηγήσουν ότι το κύριο πρόβλημα είναι η αλλαγή του μοντέλου της χώρας και όχι η διάσωση κεκτημένων που αποκτήθηκαν με δανεικά που κανείς δεν πρόκειται πλέον να μας δώσει.
Ελάχιστοι τόλμησαν να μιλήσουν για την αντεστραμμένη πυραμίδα της ελληνικής οικονομίας. Ελάχιστοι τόλμησαν να επισημάνουν ότι με αυτό το επίπεδο παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, η ευμάρεια που αποκτήθηκε ήταν γίγαντας με πήλινα πόδια. Σχεδόν κανείς δεν είπε ότι η αλλαγή αυτού του μοντέλου, προϋποθέτει και μια ριζική αλλαγή νοοτροπιών και αντιλήψεων. Όλοι έδιναν χρονοδιαγράμματα επιστροφής στην πρότερη κατάσταση, χωρίς να τολμούν να πουν ότι αυτό συνεπάγεται ένα διαφορετικό εργασιακό ήθος και μια από τα κάτω και από τα πάνω αλλαγή της χώρας.
Αποτέλεσμα ήταν οι αναποφάσιστοι να επιστρέψουν στην ασφάλεια του κυρίαρχου «κοινού νου» και να ψηφίσουν «αντιμνημονιακά». Σε διάφορες αποχρώσεις. Από την ψήφο στη φασιστική Χρυσή Αυγή, στο δεξιό λαϊκιστικό μόρφωμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων και στο αριστερό ισοδύναμό του, τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναδείχθηκε σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη του αντιμνημονιακού μετώπου και αξιωματική αντιπολίτευση.
Το αδιέξοδο των πολιτικών λύσεων
Εάν οι διαπιστώσεις που προηγήθηκαν είναι ορθές, τότε είναι εμφανές ότι το πρόβλημα της χώρας είναι πολύ βαθύτερο από ό,τι νομίζουμε. Οι πολιτικές λύσεις και οι συνακόλουθοι συμβιβασμοί, θα είναι ατελέσφοροι εάν δεν επικρατήσει σε αυτή τη χώρα ένας άλλος «κοινός νους». Όλες οι μεταρρυθμίσεις θα προσκρούουν στο λιμενοβραχίονα της ηγεμονίας του ανορθολογισμού. Χωρίς μια αλλαγή «από τα κάτω», όλες οι «από τα πάνω» μεταρρυθμιστικές προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Ποτέ δεν έχει παρατηρηθεί, σε όλη την πολιτική ιστορία της νεωτερικότητας, περίπτωση κοινωνίας που να άλλαξε ριζικά τις δομές της, χωρίς παράλληλη αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών. Η χώρα χρειάζεται δημόσιους διανοούμενους, μέσα ενημέρωσης, κοινωνικές συσσωματώσεις που θα επικεντρωθούν στη μάχη της ηγεμονίας. Χρειάζεται επίσης πολιτικά κόμματα που θα είναι πραγματικοί «συλλογικοί διανοούμενοι» και όχι ερμηνευτές δημοσκοπήσεων και τάσεων της κοινής γνώμης.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι διαδικασίες είναι αργόσυρτες και στην Ελλάδα η κλεψύδρα του χρόνου τελειώνει.
Αλλιώς, θα μπορούσα να σας προτείνω ως βάση μιας νέας εθνικής αφήγησης, αυτό που ο Νίκος Θέμελης βάζει στο στόμα του ήρωά του, του Νικολή, στην Αναζήτηση:
Μη με συνερίζεσαι που δεν ξέρω τι είναι το σωστό. Ένα μονάχα είναι σίγουρο. Πως η δική μου μεγάλη ιδέα έχει πολύ μα πολύ πιο λίγους οπαδούς. Δεν έχει λάβαρα και σημαίες. Από κανέναν δεν ζητάει ιδιαίτερες θυσίες, μήτε κανείς είναι διατεθειμένος γι’ αυτήν να δώσει τη ζωή του. Θέλει όμως αγώνα, μόχθο, επιμονή και υπομονή και μέχρι να καρπίσει θέλει χρόνο πολύ. Και τότε πάλι δεν είναι σίγουρο πόσοι θα την αγκαλιάσουν, ποια έθνη και ποιοι λαοί. Μα εγώ πιστεύω βαθιά πως αυτή είναι η μεγάλη ιδέα. Τον ρώτησα τότε ποιαν εννοούσε και μου απήντησε: μα την παιδεία, όχι μονάχα της ανάγνωσης, της γραφής και της γνώσης, αλλά και εκείνης που ανοίγει τα μυαλά και τα φωτίζει. Εκείνης που θα βρούμε ψάχνοντας αυτά που έλεγε ο Κοραής και όσοι σκέφτονταν σαν κι αυτόν. Εκείνης που μπορεί να ενώσει τη σκέψη των ανθρώπων είτε ζουν εδώ, είτε στην άλλη άκρη του Αιγαίου, και ακόμα πιο πέρα στα Βαλκάνια και τη Δύση. Την παιδεία που θα ποτίζει σιγά-σιγά για τον καθένα εκείνη την ελευθερία που του λείπει. Θα του μάθει την ανοχή στους αλλόδοξους, το σεβασμό στο διαφορετικό. Την παιδεία που μπορεί να φτιάξει μία μεγάλη νέα κοινωνία που θα μας αγκαλιάζει, θα μας δυναμώνει και που η προκοπή μας δεν θα εξαρτιέται από τους φετφάδες ή αποφάσεις των ολίγων.
Μη με συνερίζεσαι που δεν ξέρω τι είναι το σωστό. Ένα μονάχα είναι σίγουρο. Πως η δική μου μεγάλη ιδέα έχει πολύ μα πολύ πιο λίγους οπαδούς. Δεν έχει λάβαρα και σημαίες. Από κανέναν δεν ζητάει ιδιαίτερες θυσίες, μήτε κανείς είναι διατεθειμένος γι’ αυτήν να δώσει τη ζωή του. Θέλει όμως αγώνα, μόχθο, επιμονή και υπομονή και μέχρι να καρπίσει θέλει χρόνο πολύ. Και τότε πάλι δεν είναι σίγουρο πόσοι θα την αγκαλιάσουν, ποια έθνη και ποιοι λαοί. Μα εγώ πιστεύω βαθιά πως αυτή είναι η μεγάλη ιδέα. Τον ρώτησα τότε ποιαν εννοούσε και μου απήντησε: μα την παιδεία, όχι μονάχα της ανάγνωσης, της γραφής και της γνώσης, αλλά και εκείνης που ανοίγει τα μυαλά και τα φωτίζει. Εκείνης που θα βρούμε ψάχνοντας αυτά που έλεγε ο Κοραής και όσοι σκέφτονταν σαν κι αυτόν. Εκείνης που μπορεί να ενώσει τη σκέψη των ανθρώπων είτε ζουν εδώ, είτε στην άλλη άκρη του Αιγαίου, και ακόμα πιο πέρα στα Βαλκάνια και τη Δύση. Την παιδεία που θα ποτίζει σιγά-σιγά για τον καθένα εκείνη την ελευθερία που του λείπει. Θα του μάθει την ανοχή στους αλλόδοξους, το σεβασμό στο διαφορετικό. Την παιδεία που μπορεί να φτιάξει μία μεγάλη νέα κοινωνία που θα μας αγκαλιάζει, θα μας δυναμώνει και που η προκοπή μας δεν θα εξαρτιέται από τους φετφάδες ή αποφάσεις των ολίγων.